-
1 υπόστεγο
[ипостэго] ουσ. о. крыша, навес, кров, пристанище, убежище,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπόστεγο
-
2 навес
-
3 сарай
-
4 навес
навесм τό ὑπόστεγο / ἡ τέντα (холщовый)! τό προστέγασμα, τό πρόστεγο[ν] (крыши)! τό γεΐσο[ν], ἡ γρηπίδα (над окном, дверью):деревянный \навес τό ξύλινο ὑπόστεγο. -
5 ангар
το υπόστεγο (των αεροπλάνων, ελικοπτέρων κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ангар
-
6 беседка
1. тех. το πλατύσκαλο, το ικρίωμαбоцманская - του ναυκλήρου, του λο-στρόμου (ξεν.)2. (крытая лёгкая постройка для отдыха) το υπόστεγο, το κιόσκι, η πέργκολα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > беседка
-
7 депо
το υπόστεγο, το συνεργείο, η αποθήκηпожарное - ο πυροσβεστικός σταθμός, ο σταθμός πυρόσβεσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > депо
-
8 здание
το κτήριο, η οικοδομή· административное - διοικητικό -высотное - υψηλό -, πολυώροφο -- из сборных элементов - από προκατασκευασμένα στοιχεία, λυόμενο -каркасное - με δο-κούς/πλαίσιο/κολόνεςмногоэтажное - см. высотное -наземное - горн. επίγειο -панельное - см. из сборных элементов промышленное - βιομηχανικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > здание
-
9 мансарда
η σοφίτα, το διαμέρισμα κάτωθι της οροφήςτο υπόστεγο δωμάτιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мансарда
-
10 навес
(укрытие) το υπόστεγοτο προ-στέγασμα, το πρόστεγο, το σκίαστροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > навес
-
11 сарай
η αποθήκη, το υπόστεγο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сарай
-
12 сенохранилище
το υπόστεγο (αποθήκευσης) του σανού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сенохранилище
-
13 тепляк
стр. о θερμαινόμενος χώρος (εργασίας, οικοδομής κ.λπ.), το υπόστεγο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тепляк
-
14 хранилище
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хранилище
-
15 эллинг
1. мор. η ναυπηγική κλίνη, разг. το καρνάγιο (ξεν) 2. ав. το υπόστεγο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эллинг
-
16 вкатить
вкатитьсов, вкатывать несов1. (что-л.) μπάζω κυλώντας, (κατρα)κυλῶ, κυλίω:\вкатить бо́чку в сарай κατρακυλώ τό βαρέλι στό ὑπόστεγο·2. (въехать) разг μπαίνω ὁρμητικά. -
17 дровяной
дровянойприл ξ ύλινος, ξυλένιος:\дровяной склад ἡ ξυλαποθήκη, τό ξυλάδικο· \дровяной сарай τό ὑπόστεγο γιά τά ξύλα. -
18 под
под Iпредлог Α. с вин. и твор. п.1. (при обозначении места) κάτω ἀπό, ὑπό, ἀποκάτω:\под водой κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· \под столом ἀποκάτω ἀπό τό τραπέζι, ὑπό τήν τράπεζαν спрятаться \под навес κρύβομαι κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο· \под тенью деревьев στον ίσκιο τῶν δένδρων, ὑπό τήν σκιάν τῶν δένδρων2. (при обозначении непосредственной близости-\подвозле, вблизи) κοντά, πλησίον, παρά:жить \под Москвой ζῶ κοντά στή Μόσχα, ζῶ πλησίον τῆς Μόσχας· поехать отдыхать \подКйев πηγαίνω γιά ἀνάπαυση κοντά στό Κίεβο· \под Афинами κοντά στήν 'Αθήνα·3. перен κάτω ἀπό, ὑπό:\под командой ὑπό τήν διοίκησιν \под знаменем Ленина κάτω ἀπό τήν σημασία τοῦ Λένιν \под ружьем ὑπό τά ὀπλα· \под огнем ὑπό τό πῦρ· \под арестом ὑπό κράτησιν отдать \под суд παραπέμπω στό δικαστήριο· \под чыо-л. ответственность ὑπ' εὐθύνην κάποιου· Б. с вин. п.1. (при обозначении времени \под непосредственно перед) προς, κατά / τήν παραμονή[ν] (накануне):\под вечер τό δειλινό· \под утро τά χαράματα· \под конец дня προς τό τέλος τῆς ήμέρας· \под конец месяца προς τό τέλος (τά τέλη) τοῦ μηνός· \под Новый год στίς παραμονές τής πρωτοχρονιάς, στίς παραμονές τοῦ Νέου ἐτους·2. (в сопровождении) ὑπό, μέ:\под аккомпанемент μέ συνοδεία, μέ τό ἀκομπανιαμέντο· \под диктовку καθ' ὑπαγόρευση··3. (наподобие) κατ' ἀπομίμησιν:это сделано \под мрамор εἶναι καμωμένο κατ' ἀπομίμησιν τοῦ μαρμάρου, εἶναι καμωμένο σάν μάρμαρο·4. (при указании на назначение предмета \под для) διά, γιά:помещение \под контору (школу) οίκημα γιά γραφείο (γιά σχολείο)· В. с твор. п. (при указании причины \под в результате) ὑπό, κάτω ἀπό:\под действием тепла ὑπό τήν ἐπίδρασιν τής θερμότητος· ◊ ему́ \под сорок κοντεύει τά σαράντα· быть \под вопросом εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο[ν]· под носом у кого́-л. μπροστά στήν μύτη κάποιου· \под видом, \под предлогом ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση· под руку (идти) ἀγκαζέ.под IIм (печи) ὁ πάτος τής σόμπας. -
19 сарай
сарайм τό ὑπόστεγο[ν], ἡ ἀποθήκη / ἡ ξυλαποθήκη (для дров). -
20 эллинг
эллингм1. мор. ἡ ναυπηγική κλίνη·2. (помещение для дирижабля и т. п.) τό ὑπόστεγο[ν].
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υπόστεγο — το / ὑπόστεγον, ΝΑ βλ. υπόστεγος … Dictionary of Greek
υπόστεγο — το χώρος με στέγη αλλά ανοιχτός στα πλάγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χανγκάρ — και χαγκάρ, το, Ν άκλ. 1. υπόστεγο στο οποίο τοποθετούνται γεωργικά προϊόντα και εργαλεία 2. υπόστεγο αεροπλάνων και άλλων ιπτάμενων μηχανών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. hangar, πιθ. < μέσ. λατ. angarium «στάβλος,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του … Dictionary of Greek
στέγαστρο — το / στέγαστρον, ΝΑ, και στέγεστρον και σέγεστρον Α στεγασμένος χώρος, υπόστεγο νεοελλ. 1. στέγη, σκεπή, κάλυμμα 2. ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο υπόστεγο από μέταλλο, πλαστικό ή άλλο υλικό τουλάχιστον στη μία μεγάλη κατακόρυφη πλευρά, το οποίο… … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
γερακιά — η [γεράκι] πρόχειρο υπόστεγο φτιαγμένο με κλαδιά … Dictionary of Greek
ευσκέπαστος — εὐσκέπαστος, ον (Α) 1. αυτός που σκεπάζεται εύκολα, που προστατεύεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσκέπαστον το καλό υπόστεγο … Dictionary of Greek